- πριγκιπόπουλο
- και πριγκηπόπουλο, το, θηλ. -πούλα, Ν1. τέκνο, παιδί πρίγκιπα2. νεαρός πρίγκιπας3. μτφ. πλουσιόπαιδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίγκιπας + υποκορ. κατάλ. -πουλο*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πριγκιπόπουλο — το 1. το παιδί του πρίγκιπα. 2. νεαρός πρίγκιπας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη … Dictionary of Greek